μικροφωτογραφικός

μικροφωτογραφικός
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μίκροφωτογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικροφωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”